Friday, May 30, 2008

Περιπέτειες

Αχ....έτσι για να κλείσει η βδομάδα με γέλιο, θα σας πω τι έπαθα μια μέρα που πήγα να φωτογραφίσω μια σπηλιά.
Εδώ και πολύ καιρό, μου είχε κάτσει στο μυαλό να πάω να βρω μια σπηλιά κοντά στο χωριό Γύρι. Τη σπηλιά του Χαγιάτη. Και όταν εμένα μου κάθεται κάτι στο μυαλό, δε βγαίνει με τίποτα...
Ρωτάω έναν γνωστό που μου είπε πως έχει πάει "πως πάνε εκεί"; Μου μισολέει ( τι το ήθελε το "μισο" και δεν έπιασε τις λεπτομέρειες;) και σκέφτηκα να πάω για φωτογράφιση.
Εδώ και μερικές Κυριακές λοιπόν, και αφού έχω πει στο έτερον ήμισι από την προηγούμενη την ιδέα μου, τον ρωτώ αν θα πάμε στη σπηλιά.
Μου λέει όχι αρχικά, με μια διακαιολογία και κατεβάζω ελαφριά προβοσκίς, με την ατάκα "καλά λέω εγώ ότι πρέπει να φεύγω μόνη μου όταν θέλω να πάω για φωτογράφιση και να μην περιμένω κανέναν" και πάω σε άλλο δωμάτιο.Έτερον ήμισι βλέπει την ελαφριά προβοσκίς και υποκύπτει.
¨Καλά" λέει, θα πάμε...

Ετοιμαζόμαστε με ανάλογο εξοπλισμό (αθλητικά παπούτσια, μηχανή, μπαταρίες κλπ) και φεύγουμε. Και επειδή έχει καταλάβει τελευταίως ότι όταν λέω ότι πάμε για φωτογράφιση, του βγάζω την ψυχή όταν οδηγάει...(Σταμάτα! Προχώρα! Σταμάτα! Αμ εδώ που σταμάτησες τι να το κάνω; πάμε τώρα...Σταμάτα! Όχι εδώ. Είναι ένα δέντρο και με εμποδίζει.... Και άλλα τέτοια του λέω), με ρωτά με σύνεση:
"Θα οδηγήσεις";
"Φυσικά" η απάντησή μου. Αχ τι καλά! Σκέφτομαι. Θα σταματάω όπου θέλω, χιχι.

Πάμε λοιπόν στο ορεινό χωρίον Γύρι και πάμε ψαχτά για την σπηλιά.
"Ξέρεις που είναι"; ρωτά
"Παιδί μου έχει πινακιδες. Κοντά στην εκκλησία έχει πινακίδες"
"Άντε να δούμε που θα πάμε"..
Ωχ, σκέφτομαι μέσα μου...ελπίζω να είναι κοντά για να μην αρχίσει να μουρμουράει.
Παίρνω το δρόμο, ΧΩΜΑΤΟΔΡΟΜΟ για την ακρίβεια και ακολουθώ τις πινακίδες.
Το Toyota Corolla αρχίζει να τραμπαλίζεται πάνω στο χωματόδρομο ο οποίος χωματόδρομος αρχίζει να γίνεται κατσικόδρομος του κερατά. Οι πέτρες γυαλοκοπάνε και μόνο 4x4 θα έπρεπε να κυκλοφορεί εκεί πάνω.
Ο καλός μου αρχίζει και ανησυχεί.
"Είσαι σίγουρη ότι θα βρούμε αυτό το πράμα";
"Ε, αμα δεν το βρούμε, θα γυρίσουμε πίσω" λέω η πάντα αισιοόδοξη φύσις.
"Ναι, αλλά αφού θα έχουμε σπάσει πρώτα τ'αμάξι" λέει η απαισιόδοξη φύσις.
Αρχίσαμε λέω μέσα μου αλλά δεν τολμώ να το πω κι απόξω μου.Περνάω δίπλα από το νεκροταφείο του χωριού όπου έχει ένα καταπληκτικό τοπίο, σταματώ, φωτογραφίζω.
¨Αχ τι ωραία που 'ναι" λέω εγώ αλλά ο καλός μου δε συμμερίζεται και πολύ τη χαρά μου.Συνεχίζω την οδήγηση και αρχίζουνε τα δύσκολα. Ο χωματόδρομος γίνεται πετρόδρομος. Το χωματάκι έχει εξαφανιστεί από τις χειμωνιάτικες βροχές.Αρχίζω να οδηγώ με 5 χλμ την ώρα. Είναι αδύνατον να πας με παραπάνω.
Όσο οδηγώ ο σύζυξ αρχίζει να μονολογεί.
"Εχεις καταλάβει ότι το αμάξι δεν είναι 4x4";
"......................"
Έχεις καταλάβει ότι το αμάξι το χρειαζόμαστε για να πηγαίνουμε στη δουλειά μας";
"...................." (ειστε καλά που θα απαντήσω; αυτά είναι ρητορικά ερωτήματα).

Όση ώρα οδηγώ, κοιτάζει το ρολόι, κοιτάζει αν έχει σήμα στο κινητό, κοιτάζει μπροστά, κοιτάζει πίσω.
Εγώ κοιτάζω μπρος. Α..όλα κι όλα...είμαι προσεκτική οδηγός (πατε καλά που θα κοιτάξω δεξιά; μόνο λοξοκοιτάζω).
Εγώ οδηγώ πάνω στις κατσικόπετρες και ο καλός μου από δίπλα να λέει "μα τι κάνουμε εδώ; αφού είναι σκέτη ερημιά! που πάμε; τα νεροφαγώματα τα βλέπεις";
"Ωραία, τα βλέπω. Τι θες να κάνουμε; να γυρίσουμε πίσω; (μα και να ήθελε κάποιος να γυρίσει πίσω ήταν αδύνατον!. Μόνο μπροστά. Πίσω ντεν έκει! Τα νεροφαγώματα δε που είχε αρχίσει να έχει ο δρόμος, ήταν τπουλάχιστον 30-40 εκατοστά βαθιά. Απορώ μέχρι κι εγώ με τις οδηγητικές μου ικανότητες πως κάτάφερα να αποφύγω όλες τις γούβες και να μην βρει το αμάξι από κάτω.

Ο καλός μου να συνεχίζει να κοιτάζει μία το ρολόι και μία το κινητό ενώ μου υπενθυμίζει ότι "εδώ πάνω θα μας βρουν τουμπανιασμένους έτσι και πάθουμε τίποτα. Ασε που δεν ξέρει και κανένας ότι είμαστε εδώ. Σε κανέναν δεν το είπαμε ότι θα έρθουμε εδώ. Ασε που μπορεί να βγει και κανένας με κανένα ντουφέκι, να πει "τι κάνετε εσείς εδώ στην περιουσία μου"; και να να μας κάνει τ' αλατιού. Τρεις μήνες μετά θα μας βρούνε, μου λέει, οπως εκείνα τα παιδιά που είχαν εξαφανιστεί και δεν τα βρίσκανε (εδώ και 20 χρόνια)".
Αυτά και άλλα πολλά έλεγε ενώ εγώ από μέσα μου παρακάλαγα να βρεθεί επιτέλους η κ....σπηλιά μπας και ηρεμήσουμε.

Κάποια στιγμή, αφού περνάμε τα νεροφαγώματα, βρισκόμαστε σε ένα μικρό πλάτωμα.
"Ααααα -λέω-για να έχει εδώ πλάτωμα, κάπου εδώ είναι και η σπηλιά"
Συνεχίζω μετά το πλάτωμα και παραβλέπω μια πινακίδα.
"Που πας; μου λεει. Εχει πινακίδα εκεί. Γύρισε πίσω να δούμε τι λέει"
Φτου....
Γυρίζω.
"ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ Η ΕΙΣΟΔΟΣ. ΙΔΙΩΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑ. ΕΠΙΤΡΕΠΕΤΑΙ Η ΕΙΣΟΔΟΣ ΜΟΝΟ ΣΤΟΥΣ ΕΠΙΣΚΕΠΤΕΣ ΤΗΣ ΣΠΗΛΙΑΣ"
"Ορίστε! Εμείς είμαστε αυτοί. Θα αφήσουμε το αμάξι να συνεχίσουμε με τα πόδια";
"Που θα πάμε παιδάκι μου; (κάπου εκεί άρχισε τα γαλλικά για τα μπλογκ, για τη φωτογραφία και τη μούρλια μου να θέλω να φωτογραφίσω ό,τι κινείται, αλλά δε θα τα πω, διότι είμαι ευγενής).
"Ε πάμε ρε παιδί μου και βλέπουμε. Άμα δούμε ότι δεν τη βρίσκουμε, θα γυρίσουμε πίσω".
"Που θα πάμε παιδάκι μου; Έτσι και βγει κανένας εδώ περίεργος θα μας καθαρίσει"!
"Σώπα καημένε", λέω εγώ. Θες να πάω μόνη μου λίγο και να σου πω αν είναι";
"Τι λες παιδί μου; Δε σε αφήνω εδώ μόνη σου"!!!
Βγαίνουμε, και αρχίζουμε την πεζοπορία.
Περιττό να σας πω ότι έκανε διαολεμένη ζέστη. Ήταν ό,τι είχαν αρχίσει οι ζέστες. Ζέστηηηηη μία το μεσημέρι...Να ιδρώνουμε, να αγκομαχάμε....Μαύρο χάλι...
Προχωράμε κάπου 10 λεπτά με τα πόδια (κατσικοδρομέ).
Φτάνουμε σε ένα άλλο πλάτωμα που είχε κι ένα κιόσκι.
Ε! σκέφτομαι! Εδώ θα είναι η σπηλιά. Αμ δε! Κάπου εκεί, ο κατσικέ χωματόδρομος στένευε και γινόταν ένα μέτρο φαρδύς. Επίσης γινόταν κατηφορικός. Πράγμα που σήμαινε ότι όση ώρα θέλουμε να τον κατέβουμε, άλλη τόση και παραπάνω θα θέλουμε να τον ανέβουμε.
"Πάμε λίγο ακόμα; Να πάω εγώ λίγο και να σου κάνω νόημα αν δω κάτι";
Κάπου εκεί άρχισα να πιστεύω ότι σπηλιά εκείνη τη μέρα δε θα δω. Ειναι φανερό ότι ακόμα κι εγώ η αισιόδοξη είχα αρχίσει να απελπίζομαι.

Περιττό επίσης να σας πω ότι οι πινακίδες μας είχαν τελειώσει. Γιατί κύριος τελειώνεις τις πινακίδες; Ολόκληρη επιδότηση πήρες από το Λιντερ για τις κ....πινακίδες; Σου στοίχιζε να βάλεις 2 παραπάνω; Δεν το καταλαβαίνω. Να κάνεις τόσο κόπο να φτάσεις και να σταματάνε οι πινακίδες...το κέρατό μου μέσα....
Κάνουμε ένα μικρό διαφημιστικό διάλειμμα για να δείτε τη θέα από κει πάνω και να καταλάβετε σε τι υψόμετρο είμαστε. Σκεφτείτε επίσης ότι ήδη έχουμε περπατήσει πάνω απο 10 λεπτά σε κατήφορο...Επίσης να σας δώσω ένα τιπ: Στις φωτό υπάρχει και αεροπλάνο. Αν το δείτε, γράψτε μου. Εμείς είμαστε πιο ψηλά από το αεροπλάνο και μόνο εγώ μάλλον ξέρω που είναι που το τράβηξα...


Αφού περπατήσαμε άλλα 10 λεπτά σε κατσικέ, κατηφορέ, χωματό(πετρό για την ακρίβεια)δρομο, ο δρόμος άρχισε να στενεύει κι άλλο. Γινόταν γύρω στους 30 πόντους φαρδύ, ανάμεσα σε βάτα και φυτά. Λέω, τώρα έτσι και πάμε κατά δω, με τη ζέστη που κάνει, θα βγούνε φίδια να μας φάνε και θα βγει αληθινός και ο σύζυξ. Άρα δε μας παίρνει άλλο.
Δε μας έπαιρνε άλλο, αλλά άρχισα εγώ να τα παίρνω τώρα πια. Κι εκεί που ήμουν φανατική για να βρω τη σπηλιά, άρχισα να κατεβάζω μπινελίκια.

" Καλά μ....ες είναι οι άνθρωποι; Τι τις βάλανε τις κ....πινακίδες άμα δε μπορείς να βρεις την κ...σπηλιά; Πήραμε το δρόμο του γυρισμού ενώ εγώ έκανα download καντήλια και μπινελίκια με τη μ.... που δέρνει τον έλληνα που θέλει και τουρισμό τρομάρα του.
Αφου περπατήσαμε τον ανηφορικό πια κατσικέ δρόμο με τη γλώσσα να μας έχει γίνει κασκώλ, και αναρωτιόμασταν γιατί στο κέρατο είναι τόσο μακριά το αμάξι και που στο κέρατο το αφήσαμε, φτάσαμε επιτέλους μετά από μισή ώρα στο πλάτωμα που το είχαμε αφήσει.
Κάναμε μια βόλτα τριγύρω μπας και είχαμε καταλάβει λάθος και ήταν εκεί κοντά, αλλά τζίφος. Άλλα καντήλια και μπινελίκια από μένα...
" Να οδηγήσω εγώ τώρα; λέει.
Το παίρνει ο σύζυξ για να φύγουμε από τον κ....δρομο και αφού περνάμε τα νεροφαγώματα, το ξαναπαίρνω.
Κατά το γυρισμό συναπαντιόμαστε με ένα μικρό αμαξάκι νοικιασμένο με ξένους τουρίστες.
"Hello. Is this the road for the cave"?
"Yes, but we din't find it", κοινώς, άμα τη βρεις να με χ......

Η ώρα έχει πάει δύο και πεινάμε. Τώρα; Τι κάνουμε; Για να μη σας τα πολυλογώ , σταματάμε σε μια ταβέρνα πάνω σε μια στροφή που πηγαίναμε όταν πρωτόρθα στη Ζάκυνθο. Πρόσφατα δλδ (κοντά 20 χρόνια).
"Λες να έχει τίποτα για φαγητό εδώ";
"Λες να μας πιάσει ρε-πεμ-πέμ και να μην προλαβαίνουμε την τουαλέτα";
"'Ελα μωρε, τι θα πάθουμε; Ψητό θα φάμε"!
"Άντε...πάμε..."
Πάντα δεν υπάρχει κερασάκι στην τούρτα σε μια ιστορία; Ε, το κερασάκι ήταν εδώ!
Μπαίνουμε μέσα. Η ταβέρνα παρατημένη όπως την ξέραμε πριν 20 χρόνια. Το πάτωμα ασκούπιστο, τα ξύλα στις μπαλκονόπορτες φαγωμένα, μια κυρία δίπλωνε τα ρούχα που μόλιες είχε βγάλει από τα σύρματα.
Ορέ τι 'ν' τούτο; Εδώ θα φάμε; Ωχ Παναγία μου κι έχω ευαίσθητο στομάχι...

"Γεια σας"!
"Γεια σας. Υπάρχει τίποτα να φάμε";
"Ε, κάτι θα βρεθεί"...
Ωχ...Το ωχ δεν το είπα δυνατά...από μέσα μου το είπα...Τι θα βρεθεί άραγε;
Τα φαινόμενα όμως φίλοι μου συχνά απατούν. Έτσι, οι όμορφες και περιποιημένες πινακίδες μπορεί να μην οδηγούν πουθενά, ενώ ένα φαινομενικά απεριποίητο και ασκούπιστο ταβερνάκι μπορεί να σου χαρίσει ένα από τα καλύτερα γεύματα της ζωής σου.
Φάγαμε μια πεντανόστιμη μπριζόλα, συνοδευμένη με φρεσκοκομμένες τηγανητές πατάτες και φρεσκοκομμένη χωριάτικη σαλάτα. Στο καπάκι, η κυρία μας φίλεψε ρυζόγαλο που μόλις είχε φτιάξει. Όλα τα λεφτά η ταβέρνα λοιπόν. Να που βγήκε και κάτι καλό σήμερα!
Όσο για τη σπηλια; Θα ξαναπάμε αφού ρωτήσουμε πρώτα. Ρώτησα σήμερα από περιέργεια μια φίλη μου και μου είπε:
"Είσαι στα καλά σου παιδάκι μου; Που τον έτρεχες τον άνθρωπο; Εκεί πάνε μόνο με ντόπιο που ξέρει"!
Γλουπ! εγώ....
Απογοητεύτηκα; Μμμμμμ...σιγά μην απογοητεύτηκα. θα ξαναπάω. Κι όχι μόνο θα πάω, αλλά έχω βάλει στο μάτι και μια άλλη σπηλιά στον Αγαλά. Εκείνη θα τη βρω. Είναι πιο γνωστή.
Ουφ...επιτέλους τέλειωσα. Άντε βρε παιδιά. Καλό σαββατοκύριακο να έχουμε!

Wednesday, May 28, 2008

White vs Red

Χτες το πρωί ξημέρωσε μια λευκή μέρα. Ένα παχύ πέπλο ομίχλης είχε απλωθεί πάνω από τη θάλασσα. Δεν ξεχώριζες που αρχίζει και που τελειώνει ο ουρανός. Δεν ξεχώριζες που αρχίζει και τελειώνει η θάλασσα. Μόνο το παχύ λευκό της ομίχλης έδινε το στίγμα που βρίσκεται το καθένα. Το καράβι της γραμμής έφυγε σφυρίζοντας συνέχεια σε τακτά χρονικά διαστήματα. Βγήκα έξω με τη μηχανή. Τα μάτια μου γέμισαν δάκρυα μονομιάς από το εκτυφλωτικό λευκό του πρωινού ήλιου. Κρύφτηκα στη σκιά για να μπορέσω να τα ανοίξω. Ούτε έβλεπα τι ακριβώς τράβαγα. Η ομίχλη είναι μαγική. Είναι εξωπραγματική. Είναι γεμάτη μυστήριο και ομορφιά. Γεμάτη νεράιδες και ξωτικά που παίζουν κυνηγητό πάνω στις συννεφένιες θάλασσες....




Τι αντίθεση με άλλα κόκκινα πρωινά! Πρωινά γεμάτα κόκκινη ανατολή και βαριά γκρίζα σύννεφα. Τα αγαπημένα μου πρωινά που βάφουν όλη την πλάση ανελέητα με τα αγουροξυπνημένα πινέλα της αυγής. Κόκκινο, μωβ, πορτοκαλί, γκρίζο. Αν απλώσεις το χέρι, θαρρείς πως θα βαφτείς κι εσύ...Θες να δοκιμάσεις;





Tuesday, May 27, 2008

Πάμε να περπατήσουμε;

Κυριακή μεσημέρι, εδώ και κάνα δυο βδομάδες, σηκωνόμαστε από το τραπέζι έχοντας φάει ουκ ολίγον. Σκέφτομαι και λέω: Έτσι και πέσω να κοιμηθώ, δε θα ξανασηκωθώ...Καλύτερα να χαζέψω λίγο στο pc και μετά να πάω καμιά βόλτα μπας και ξεφουσκώσω. Θα πάρω τηλέφωνο και την Παναγιώτα, τη φίλη μου. Ήδη έχω αρνηθεί δύο φορές βόλτα μαζί της (τη μία ήμουν ταξίδι -τι πρωτότυπο- και την άλλη είχαμε διάβασμα), οπότε είναι μια καλή ευκαιρία να επανορθώσω για τις αρνήσεις μου. Παίρνω την Παναγιώτα και δέχεται αμέσως.
Άντε λέω. Σήκω, πάρε την κοιλούμπα σου (σε μένα το έλεγα καλέ), πάρε και τη μηχανούλα, είναι ευκαιρία για νέες φωτό.
Ξεκινάμε από το σπίτι της και κατευθυνόμαστε προς το Λιμεναρχείο. Άνοιξη ακόμα και στα μπαλκόνια. Παρτέρια, μπουκαμβίλιες, όλα σε άνθιση.


Φτάνουμε στο λιμεναρχείο μπροστά. Εκεί δεν φυτρώνουν λουλούδια. Εκεί φυτρώνουν μπουκάλια εκεί που δεν τα σπέρνουν. Αμέ! Έχουμε και τέτοια εδώ στη Ζάκυνθο. Τι νομίζατε; Επειδή σας έχω συνηθίσει στα ωραία μόνο; Ήθελα να 'ξερα, εκεί στο λιμεναρχείο, δεν ντρέπονται να βλέπουν αυτό το χάλι καθημερινά και να μην κάνουν κάτι; Κρίμα το στολισμό και την προσοχή που έχουν δώσει στο χώρο εκεί τελευταία...

Γυρίζουμε πάλι προς τα πίσω και τραβάμε κατά το Κρυονέρι. Στην παραλιακή, είναι σπάνιο να μη δεις απλωμένα δίχτυα...


Να και ό,τι έχει μείνει από μια παλιά εκκλησία. Πολλές φορές θέλησα να τη φωτογραφήσω, αλλά συνήθως μέσα είναι παρκαρισμένη μια...μηχανή! :-). Όπως καταλάβατε, μόνο η πρόσοψη της εκκλησίας έχει απομείνει.

Χαζέψαμε τα παραλιακά ταβερνάκια που έχουν εγκαταλειφτεί στο μένος του χειμώνα και σιγά-σιγά ξαναπαίρνουν ζωή. Όση ώρα περπατάμε δεν σταματώ να λέω στην Παναγιώτα ότι νιώθω άσχημα από το φαγητό που κάναμε το μεσημέρι, ότι έτσι και σκοντάψω θα πρέπει να φωνάξει κανένα γερανό να με σηκώσει και ότι έτσι και πέσω στη θάλασσα θα πρέπει να φωνάξει την Greenpeace για να με βγάλει έξω. Το περπάτημα ουδόλως με βοήθησε να ξεφουσκώσω (έτσι και φουσκώσω, δεν ξεφουσκώνω με τίποτα).




Αφού της τα λέω όλα αυτά κι την έχω πρήξει με το φούσκωμά μου, αρχίζει να μου εκθειάζει ένα καφέ-ουζερί που είναι στο Κρυονέρι και εγώ δεν έχω καταφέρει ακόμα να επισκεφτώ. Και ρίχνει την ιδέα να πιούμε καφέ. Την προειδοποιώ ότι έτσι και πάθω τίποτα δε θα είναι σε θέση ούτε να με σηκώσει. Γελάει η άπονη με τον πόνο μου και με παρασύρει να πω το ναι. Μα άμα βλέπατε αυτό το μαγαζάκι κι εσείς, ναι δε θα λέγατε; Αχ...πείτε καλέ!
Σπρώχνουμε την πόρτα και μπαίνουμε μέσα. Καλά...το τι γέλιο ακολούθησε, δε λέγεται...

Βλέπουμε μέσα φώτα, βλέπουμε ένα κινητό παρατημένο δίπλα σε τσιγάρα και καφέ, λέμε "δε μπορεί, κάποιος θα είναι εδώ". Φωνάζουμε κανα πεντάλεπτο μπας και μας ακούσει κανένας, τίποτα. Άντε λέμε να μπούμε στην κουζίνα. Πόση ώρα έξω από την πόρτα της κουζίνας για να αποφασίσουμε ποια θα μπει! Γέλιοοοοο....Μπαίνει η Παναγιώτα. Εμφανίζεται ένας κύριος και μια κυρία με ποδιά.
"Βρε παιδιά, λέμε, μήπως ,μπορείτε να μας φτιάξετε ένα καφέ;"
"Βρε κορίτσια (ναι εμάς είπε κορίτσια...δεν κατάλαβα...), μόνο εγώ είμαι εδώ και μαγειρεύω -λέει ο άντρας-, αλλά ένα καφέ, θα σας τον φτιάξω".

Τον ευχαριστούμε και καθόμαστε έξω σε μια πολύ όμορφη αυλή. Με το που καθόμαστε, έρχεται η κυρία να καθαρίσει, της λέμε ότι δε χρειάζονται πολλά-πολλά και πέφτει το μάτι της στη μηχανή μου. Εκεί πέφτει άλλο γέλιο. Αρχίζει να μιλάει μια ξένη γλώσσα η κυρία, και να μας κάνει νοήματα ότι θέλει να μας βγάλει φωτογραφία.
"Ρωσίδα"; ρωτάει η Παναγιώτα.
"Πολωνέζα", λέει στα πολωνικά η κυρία.
Αρχίζει η κυρία σε άψογα πολωνικά να μας λέει διάφορα για το που πρέπει να κάτσουμε και πως πρέπει να στηθούμε. Εγώ να κρατιέμαι να μη γελάσω γιατί η όλη κατάσταση μου θύμιζε τη σειρά "Δυο ξένοι" και την πλήρη συνεννόηση που είχε η Ντίνα Κώνστα με τη Μαρούσκα (ρωσίδα οικιακή βοηθό), η μία στα ελληνικά, η άλλη στα ρώσικα, χωρίς καμία να γνωρίζει τη γλώσσα της άλλης. Αφού η συνεννόηση κυλούσε άψογα και μας έβγαλε δυο φωτογραφίες, καθίσαμε να περιμένουμε τον καφέ, λέγοντας πόσο ευγενική ήταν η κυρία και επιμένοντας εγώ ότι αν φάω μια μπουκιά ακόμα θα σκάσω σα μπαλόνι.

Πάνω που λέω ότι θα σκάσω στη φίλη μου, βλέπω από το παράθυρο να ...περπατάνε δυο καφέδες, συντροφιά με κάτι-σε-ποτήρι. Η φίλη μου δε βλέπει γιατί είναι πισώπλατα, ενώ εγώ αρχίζω να επικαλούμαι για άλλη μια φορά τα Θεία. Ωχ Θεούλη μου, Ωχ Παναγίτσα μου...και τέτοια. Μπροστά μας προσγειώνονται εκτός από τους καφέδες, 2 μους φράουλα, κέρασμα του μαγαζιού! Ε, εδώ θα είναι το τέλος μου λέω του παιδιού που τα έφερε. Αν πεθάνω, θα το ΄χεις κρίμα στο λαιμό σου! Γελάει και φεύγει. Γιατί γελάει καλέ; Γιατί κανείς δε με πιστεύει;

Βγάζω τη μηχανή και απειλώ την Παναγιώτα να μην τολμήσει και αγγίξει τη μους αν δεν τη φωτογραφίσω. Η Παναγιώτα να μουρμουράει:
1) γιατί το παιδί άφησε σε μένα τον καφέ με το καϊμάκι και σε αυτήν έδωσε τον άλλον
και 2) να τελειώνω με τις φωτογραφίες γιατί αλλιώς θα φάει και το δικό μου!
Χάρη θα μου κάνεις της λέω να φας και το δικό μου.
Ξεκινάει η άτιμη με τη μους ενώ εγώ την κοιτάζω (τη μους ντε) και σκέφτομαι αν θα καταφέρω να φτάσω σπίτι μετά τη μους.
Η Παναγιώτα με παρηγορεί: "Δεν είναι πολύ μωρέ. Να κοίτα το ποτήρι: είναι φαρδύ πάνω αλλά στενό κάτω. Είναι και ελαφριά..." λέει.
Αμ κάτι άλλο θα είναι ελαφρύ λέω μέσα μου κι έξω μου αλλά τέλος πάντων.
Ρωτήστε με αν την έφαγα.
Απαντήστε τώρα μόνοι σας. Αφού δε μπορώ να αντισταθώ σε γλυκά!!!
Ήπιαμε, φάγαμε και σηκωθήκαμε να φύγουμε. Ζήσαμε εμείς καλά και όσοι δεν τρώνε γλυκά, καλύτερα. Έβγαλα μερικές φωτό ακόμα στο μαγαζί που μου άρεσε και γυρίσαμε πίσω με τα πόδια μπας και κάψουμε ΚΑΙ τη μους...Κατά τ' άλλα, πήγαμε βόλτα για να κάψουμε τις θερμίδες του μεσημεριού....Αχ! όσο κι αν θες ν' αγιάσεις...δε σε αφήνουνε. Τέλος.

Monday, May 26, 2008

Μπούκα-Ζάκυνθος

Αυτό το μέρος είναι συνδεμένο με τα παιδικά μου χρόνια. Από μικρή ερχόμουν στη Ζάκυνθο για διακοπές. Κάτι η καταγωγή της μάνας, κάτι η αγάπη του πατέρα για το νησί, ερχόμασταν κάθε χρόνο έστω για μία βδομάδα. Συνήθως για περισσότερο. Σ' αυτό το σπιτάκι στο βάθος μείναμε 2 χρονιές καλοκαίρι. Πρέπει να ήμουν 11-12 χρονών. Προσπάθησα να πλησιάσω κοντά αλλά ήταν αυτός ο βρωμόσκυλας (εεεε...αυτο το ευγενικό ζωάκι ήθελα να πω) που δε σταμάτησε να γαυγίζει όσο ήμουν εκεί μπροστά, άδετος και φοβήθηκα μη μου ορμήσει. Καλου κακού είχα και την πόρτα του αυτοκινήτου μισάνοιχτη :-)

Κάθε μεσημέρι τρώγαμε σ' αυτο το πέτρινο τραπέζι. Το σπίτι είχε μια μικρη κουζίνα και η μάνα μαγείρευε. Τι διακοπές άραγε ήταν γι' αυτή; Ήταν όμως καλές ακόμα και γι' αυτή, γιατί από κάτω ακριβώς ήταν η θάλασσα. Δύο φορές τη μέρα μπάνιο. Τι όμορφα χρόνια...

Σ' αυτό το ταβερνάκι τρώγαμε όταν δε μαγείρευε η μάνα, ή μαζευόμαστε όλα τα παιδιά που έμεναν εκεί κοντά και παίζαμε. Οι μεγάλοι έπαιζαν τάβλι και τα λέγανε.

Σ' αυτη την παραλία περνούσαμε ώρες ατέλειωτες. Βόλτες με μια μικρή βαρκούλα του θείου. Κουπί or not κουπί; Κουπί και άγιος ο Θεός. Ο μεγάλος αδερφός τράβαγε κουπί κι εμείς (εγώ και η μεγαλύτερη αδερφή), κυρίες, απολαμβάναμε. Φυσικά τραβούσαμε κι εμείς κουπί όταν χρειαζόταν ή όταν θέλαμε να αποδείξουμε ότι κι εμείς μπορούμε. Ειδικά εγώ, μέσα σ' όλα. Άλλωστε, με τον αδερφό μου πάντα ταιριάζαμε στις σκανταλιές και ήμουν πάντα συνεργός του.

Τότε, υπήρχαν μόνο 2-3 σπίτια ενοικιαζόμενα εκεί και κάποια που έμεναν μόνιμοι κάτοικοι της περιοχής. Άχτιστο μεγάλο κομμάτι γης. Τώρα, μετά από τόσα χρονια, υπάρχουν πολλά ενοικιαζόμενα, πολλές όμορφες ιδιωτικές κατοικίες και ένα περιποιημένο μπαράκι εκεί. Το Abra Catabra. Με τα δεντράκια του, με το γκαζόν του, με όλα τα καλά. Χαίρομαι που είναι περιποιημένο και ταιριάζει με το περιβάλλον εκεί.

Στη θάλασσα που κάναμε μπάνιο, τώρα κάνουν μπάνιο οι ένοικοι μεγάλου ξενοδοχείου. Απορώ πώς γλύτωσε εκείνο το σπιτάκι και δεν έχει πουληθεί ακόμα. Μπροστά από το σπιτάκι, ολόκληρη ξενοδοχειακή μονάδα.

Το μπαράκι με θέα τη διπλανή παραλία και το λιμανάκι του Γάιδαρου.

Δεν είναι όμορφα; Ήθελα πολύ καιρό να φωτογραφίσω αυτό το μέρος. Να προλάβω να φωτογραφίσω το σπιτάκι που έμενα πριν προλάβει και εξαφανιστεί λόγω τουρισμού. Μια μέρα του Μαρτίου, ένα πρωί, πήρα τους δρόμους και τράβηξα κατά τις ανατολικές αυτές παραλίες.

Τράβηξα μερικές φωτό, μπήκα στο αυτοκίνητο και ξεκίνησα. Μια τελευταία, από τον καθρέφτη του αυτοκινήτου...


Καλή εβδομάδα και καλή συνέχεια στα παιδιά που δίνουν εξετάσεις...